προσηγορικῶς

προσηγορικῶς
προσηγορικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσηγορικώς — Μ επίρρ. βλ. προσηγορικός …   Dictionary of Greek

  • προσηγορικός — ή, ό / προσηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προσήγορος] φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά» γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԱՍԱԿԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0292 Chronological Sequence: 13c մ. προσηγορικῶς apellative Հասարակաբար. արձակաբար. *Ոչ սփռէ մարգարէն զբանն առասականաբար ընդ ամենայն հրէաստան. Երզն. քեր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”